Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Απόσπασμα από σημειώσεις για τη διδασκαλία της παιδικής λογοτεχνίας*

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ –ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

Αν κάποιος θελήσει να ασχοληθεί με τον τομέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και να συνθέσει μια ιστορία της, θα προσκρούσει στο ζήτημα της χρονικής οριοθέτησης του χώρου μέσα στον οποίο αυτή δημιουργείται.
Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε όλους τους μελετητές της σύγχρονης λογοτεχνίας και η λύση που δόθηκε είναι σχεδόν ομόφωνη : να τοποθετηθούν οι απαρχές της στα βυζαντινά ακόμη χρόνια. Οι πιο αναγνωρισμένες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας[1] αρχίζουν την διαπραγμάτευσή τους από τον 11ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα από το έπος του Διγενή Ακρίτα[2] για να επεκταθούν και στον ευρύτερο επικό κύκλο τραγουδιών. Η συγκεκριμένη λογοτεχνία σημαίνει και το τέλος της ακμής της βυζαντινής περιόδου και την αρχή της παρακμής.
Βάση της συλλογιστικής των ιστορικών της λογοτεχνίας μας και συγχρόνως κριτήριο για την παραπάνω οριοθέτηση αποτέλεσε η γλώσσα των επικών τραγουδιών η οποία δεν είναι βέβαια η σύγχρονη ομιλούμενη νεοελληνική αλλά σ΄ αυτή βρίσκονται στοιχεία που αργότερα μετασχηματίστηκαν στη μορφή της σημερινής γλώσσας.
Εκτός από τη γλώσσα, κριτήριο αποτέλεσαν και οι εκφραστικοί τρόποι των τραγουδιών αυτών οι οποίοι συναντιώνται και στα δημοτικά κλέφτικα τραγούδια του 18ου αιώνα δημιουργώντας, έτσι, ένα συνδετικό νήμα της λογοτεχνικής παραγωγής.
Κάποιοι μελετητές[3] μίλησαν για «υστερομεσαιωνική» ή «πρωτοελληνική» λογοτεχνία, δεχόμενοι ως σημαντικό σταθμό της ελληνικής ιστορίας την άλωση της Κωσταντινούπολης. Όμως τα πορίσματα της έρευνας μιλάνε για την απαρχή της νεολληνικής λογοτεχνίας στον 11ο αιώνα, σε μια εποχή καθαρά βυζαντινή, χωρίς να ευνοούν μια βίαιη ανακοπή της βυζαντινής δημιουργίας και άμεση αντικατάστασή τη; από την νεοελληνική, αλλά με την έννοια ότι: « μέσα στο παλιό βρίσκονται τα σπέρματα του νέου, μέσα στο νέο βρίσκονται επιβιώσεις του παλιού»[4] . Αυτό άλλωστε μπορεί να τεθεί ως γενικότερη αρχή και περιορισμός στην περιοδολόγηση της παραγωγής οποιασδήποτε εποχής.
Θεωρώντας, ως σταθμό της ιστορίας μας την άλωση της Κωσταντινούπολης και προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πεδίο συνεννόησης, μπορούμε να χωρίσουμε την νεοελληνική μας λογοτεχνία σε δύο περιόδους: 1) μια η οποία περιλαμβάνει τη περίοδο από τον 11ο αιώνα ως τα 1453 και 2) μια δεύτερη η οποία περιλαμβάνει τη λογοτεχνική παραγωγή των κατοπινών αιώνων μέχρι λίγο πριν την επανάσταση του 1821, δηλαδή το διάστημα μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα.

11ος -15ος αιώνας

Στην πρώτη αυτή περίοδο, εκτός από τα τραγούδια του επικού κύκλου, συγκαταλέγονται τέσσερα (4) ποιήματα γραμμένα σε δημώδη γλώσσα, τα «προδρομικά»[5], το ηθικοδιδακτικό ποίημα « Σπανέας » και ένα ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά με τίτλο « στίχοι οὕς συνέγραψε καθ’ὅν κατεσχέθη καιρόν» γραμμένο σε ανάμεικτη γλώσσα. Στην ίδια εποχή (12ος ) αναφέρουμε και τέσσερα ερωτικά μυθιστορήματα των Κ. Μανασσή, Θ. Πρόδρομου, Ν. Ευγενειανού και Ευστάθιου Μακρεμβολίτη γραμμένα σε λόγια γλώσσα.
Τον αμέσως αιώνα (13ος) και μετά τη φραγκική κατάκτηση (1204 - 1261) συναντάμε το «Χρονικόν του Μορέως». Επίσης κάποια ερωτικά ή ιπποτικά μυθιστορήματα γραμμένα σε δημώδη γλώσσα και με έντονες δυτικές επιδράσεις, ένα είδος που θα καλλιεργηθεί ως τον 15ο αιώνα. Μνημονεύουμε ενδεικτικά τα μυθιστορήματα: «Βύλθανδρος και Χρυσάντζα», «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Φλώριος και Πλαντζιαφλώρα ».
Ένα άλλο λογοτεχνικό είδος που καλλιεργείται στην περίοδο που αναφερόμαστε είναι η αλληγορική ποίηση με αντιπροσωπευτικά έργα τα: «πουλολόγος», «Ιστορία του πτωχολέοντος», «Διήγησις παιδιόφραστος περί των τετραπόδων» κ.α.

15ος - 18ος αιώνας

Οι αμέσως επόμενοι αιώνες (15ος, 16ος) για την ευρωπαϊκή γραμματεία συμπίπτουν με την περίοδο της αναγέννησης. Οι επιδράσεις της, όπως ήταν φυσικό, έφθασαν και στην Ελλάδα, στα μέρη όμως που δεν βρισκόντουσαν στην τουρκική κυριαρχία. Κι αυτά δεν ήταν άλλα από την Κρήτη, την Κύπρο και τα Εφτάνησα. Επίσης στο πνεύμα της αναγέννησης λειτούργησε κι ο ελληνισμός της διασποράς, χώρος που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ακμή αυτή την εποχή είναι η Κρήτη η οποία από το 1211 μέχρι το 1669 βρίσκεται στην κατοχή των Βενετών, γεγονός που, από ένα σημείο κι ύστερα, έδωσε ώθηση στην πνευματική ανέλιξη του τόπου, έτσι ώστε προς τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα να βγουν από τη λεγόμενη «κρητική σχολή» αριστουργήματα της λογοτεχνίας μας σε όλους τους τομείς. Χαρακτηριστικά παραδείγγματα, τα θεατρικά: «Ερωφίλη», «Κατσούρμπος», «Πανώρια» του Γ. Χορτάτση, «ο βασιλεύς Ροδολίνος» του Ιωάννη- Ανδρέα Τρώιλου, «η θυσία του Αβραάμ» και ο «Ερωτόκριτος».
Στη διάρκεια του 16ου αιώνα η Κύπρος έχει να παρουσιάσει μια σειρά ερωτικών ποιημάτων με έντονη ιταλική επίδραση- κυρίως από τον Πετράρχη - τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο.
Όσο για τον ελληνισμό της διασποράς, τον αποτέλεσαν εκείνοι οι λόγιοι που μετά την τουρκική κατάκτηση μετέφεραν τη δραστηριότητά τους στον ευρωπαϊκό χώρο. Δε συγκαταλέγονται αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς λογοτεχνίας αλλά στον πνευματικό χώρο με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η συμβολή τους είναι ουσιαστική γιατί μετάφεραν κάποια στοιχεία της ελληνικής παράδοσης σ’ ένα χώρο στον οποίο μπορούσαν να καλλιεργηθούν και να καρποφορήσουν εξαιτίας της πνευματικής του διεύρυνσης. Μ΄ αυτό τον τρόπο άρχισε ένας διάλογος με το αναπτυσσόμενο δυτικό πνεύμα ο οποίος οδήγησε στον 18ο αιώνα και στη δημιουργία του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Ο αιώνας αυτός έχει χαρακτηριστεί ως αντιποιητικός [6] για όλη την Ευρώπη και μόνο προς το τέλος του αναβιώνει ο λυρισμός[7] Στη διάρκειά του και ενώ έχει συντελεστεί η πτώση της Κρήτης ( 1669 ) αναπτύσσεται στα επτάνησα και στο χώρο της διασποράς ( Ιταλία, παραδουνάβιες ηγεμονίες ) η έντεχνη πεζογραφία όπως επίσης και η ρητορική μέσα στα πλαίσια των φιλοσοφικών αναζητήσεων αυτού του αιώνα. Χαρακτηριστικά ονόματα της εποχής οι: Φραγκίσκος Σκούφος, Πέτρος Κασιμάτης, Ευγένιος Βούλγαρης, Καισάριος Δαπόντες, Δημήτριος Καταρτζής, Γρηγόριος Κωσταντάς, Αθανάσιος Χριστόπουλος, Αθανάσιος Ψαλίδας, Αδαμάντιος Κοραής.
Όσο αφορά τον καθαρά ελλαδικό χώρο, στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων ο λαός δεν έπαψε να εκφράζεται μέσα από το πιο γνήσιο δημιούργημά του, το δημοτικό τραγούδι. Το είδος αυτό καλύπτει κάθε πτυχή της ζωής και ακριβώς σε αυτή την περίοδο που αναφερόμαστε, λόγω των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών καλλιεργείται το κλέφτικο τραγούδι. Με τη συλλογή των δημοτικών μας τραγουδιών έχουν ασχοληθεί ο Fauriel, (εξέδωσε δύο τόμους, 1824 -1825 ), o Werner von Haxtha- Usen[8], ο Ν. Γ. Πολίτης[9]. Όμως το ζήτημα της έκδοσής τους παραμένει ακόμα άλυτο από άποψη μεθοδολογική.

19ος - 20ος αιώνας

Οι τελευταίες δεκαετίες του 18ου και οι πρώτες του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται από μια ανόρθωση του επιπέδου των Ελλήνων της διασποράς και του Φαναριού και από μια έντονη συνειδητοποίηση της ανάγκης για απελευθέρωση. Οι δυο αυτές παράμετροι καθόρισαν και τη λογοτεχνική παραγωγή η οποία τάχθηκε στην υπηρεσία του ξεσηκωμού και της εθνικής συνειδητοποίησης μέσω της γλώσσας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις λογοτεχνών αποτελούν οι: Ρήγας Φερραίος [10], Αθανάσιος Χριστόπουλος [11], Βηλαράς[12]. Σ’ αυτή την εποχή και με τις ίδιες φιλοδοξίες ανήκουν τα έργα των ανώνυμων: «ελληνική νομαρχία» και « Ρωσσαγγλογάλλος». Ελάχιστα είναι τα έργα που κινούνται σε διαφορετικό θεματικό χώρο και απηχούν το ευρωπαϊκό κλασσικισμό πνεύμα ή τα πρώτα στάδια του ρομαντισμού.[13]
Την ίδια χρονική περίοδο παρατηρείται αξιόλογη κίνηση στα εφτάνησα όπου καλλιεργούνται διάφορα είδη του λόγου με επιδράσεις τόσο της Κρητικής σχολής όσο και των ευρωπαϊκών ρευμάτων. Την κίνηση δημιούργησαν οι: Α. Ματρελάος, Ν. Κουτούζης, Σαβόγιας Ρούσμελης, Δ. Γουζέλης, χωρίς να φτάσουν σε δημιουργική ακμή.
Την ακμή αυτή γνώρισε ο Εφτανησιώτικος χώρος τις αμέσως επόμενες δεκαετίες με τις εκρηκτικές προσωπικότητες του Κάλβου ( 1792 - 1869 ) και Σολωμού ( 1798 - 1857 ). Ο τελευταίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ο θεμελιωτής του δημιουργήματος που λέγεται εφτανησιώτικη σχολή΄ μέσα από την εξελικτική πορεία της τέχνης του ξεπέρασε την εποχή που έζησε και δημιούργησε. Η ποίηση του Σολωμού κινήθηκε στους άξονες του ιδανισμού, της αρμονίας, της γλυκύτητας , του ύψους, της γνήσιας ελληνικής γλώσσας. [14]
Στους άξονες αυτούς και καλλιεργώντας όλα τα είδη του γραπτού λόγου, κινήθηκαν οι εκπρόσωποι[15] της Εφτανησιώτικης σχολής χωρίς κανείς να μετουσιώσει στην τέχνη του όλα τα διδάγματα του Σολωμού.
Η δεύτερη ξεχωριστή προσωπικότητα των Εφτανήσων είναι ο Κάλβος του οποίου η ποίηση κινείται ανάμεσα σε δύο αντίρροπους άξονες, του κλασσικισμού και του ρομαντισμού.
Ενώ στα Εφτάνησα διαδραματίζονταν τεράστιες πνευματικές και αισθητικές ζυμώσεις, στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, στα χρόνια αμέσως μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς διαφορετική. Το λογοτεχνικό κλίμα που είχε επιβληθεί ήταν αυτό που έφεραν οι λόγιοι Φαναριώτες και στηριζόταν στη λατρεία του παρελθόντος και την καλλιέργεια της καθαρεύουσας. Βέβαια τούτη η τάση δεν είναι αδικαιολόγητη αν αναλογιστούμε τις ιστορικές συνθήκες που απαιτούσαν σοβαρά ερείσματα για την εδραίωση του νεοϊδρυμένου κράτους.
Έτσι, τα πρώτα πενήντα μετεπαναστατικά χρόνια ( 1830 - 1880 ) καλλιεργείται : 1) από τη μεριά της πεζογραφίας, το ιστορικό μυθιστόρημα με βασικούς εκπρόσωπους τον Κ. Ράμφο, Στ. Ξένο, Π. Καλλιγά, Ε. Ροίδη, το οποίο κινείται στην πρόσφατη ή απώτερη ιστορία και 2) από τη μεριά της ποίησης, ο ρομαντισμός σε όλες τις διαβαθμίσεις του με κύριους εκπροσώπους τους : Π. Σούτσο, Α. Ραγκαβή, Θ. Ορφανίδη, Γ. Ζαλόκωστα, Δ. Βαλαβάνη. Τα χαρακτηριστικά αυτής της σχολής είναι ο άμετρος λυρισμός, η λόγια ψυχρότητα στο στίχο, οι συναισθηματικές υπερβολές που έφταναν και σε ακρότητες[16]. Αυτές ακριβώς οι ακρότητες αποτέλεσαν τις αιτίες φθοράς αυτού του ρεύματος και την ανάγκη αντικατάστασής του από κάτι νέο το οποίο ήδη προετοιμαζόταν στη δεκαετία 1870 - 1880. Η κίνηση φανερώνεται μέσα από πνευματικές ζυμώσεις με πρωτεργάτες τους Ροίδη και Βλ. Γαβριηλίδη [17]
Την καινούργια τάση εκπροσωπεί η λεγόμενη γενιά του ΄80[18] ή αλλιώς η α΄ αθηναϊκή σχολή η οποία μεταφέρει στα ελληνικά δεδομένα στις αρχές του γαλλικού παρνασσισμού και λειτουργεί μέσα σε ένα γενικότερο πνευματικό φαινόμενο: τη λαογραφική και γλωσσολογική έρευνα και την ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού.
Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της σχολής, όσον αφορά την ποίηση, είναι : 1) αντιρομαντική στάση, 2) αντίθεση με τους ρομαντικούς ως προς το στόμφο και το ρητορισμό, 3) αναζήτηση απλότητας, 4) ενδιαφέρον για τη μορφή του στίχου, 5) καλλιέργεια της δημοτικής, 6) καλλιέργεια του σονέτου, 7) κοινότυπες και καθημερινές ιδέες. Κύριοι εκπρόσωποι, εκτός από την ηγετική μορφή του Κ. Παλαμά, είναι οι: Ι. Πολέμης, Γ. Σουρής, Α. Προβελέγγιος, Ι. Παπαδιαμαντόπουλος[19] Ν. Καμπάς, Γ. Δροσίνης.
Η γενιά του ΄80 άφησε τα σημάδια της και στην πεζογραφία με την καλλιέργεια
του ηθογραφικού διηγήματος, του είδους δηλαδή που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό χωριό με τους κατοίκους του. Ουσιαστικός εισηγητής και καλλιεργητής είναι ο Γ. Βιζυηνός ( 1849 - 1896 ), αν και πριν από το1883 είχαν γραφεί και άλλα έργα όπως ο « Λουκής Λόρας» του Δ. Βικέλα που προετοίμασαν την έλευση του διηγήματος. Συγχρόνως ή αργότερα από τον Βιζυηνό, καλλιέργησαν το διήγημα σε υψηλό βαθμό και οι : Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Χριστοβασίλης, Τραυλαντώνης, Μητσάκης. Η γλώσσα των διηγημάτων μέχρι το 1888 [20] είναι η καθαρεύουσα ή η μικτή. ΄Υστερα όμως από την ανακίνηση του γλωσσικού ζητήματος [21] και κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα η δημοτική έχει αρχίσει να κατακτά και την πεζογραφία. Στο μεταξύ, στα πολιτικά πράγματα είχε μεσολαβήσει ο θάνατος του Τρικούπη (1896) και η ήττα του 1897, γεγονότα που έφεραν την πολιτική ζωή βήματα πίσω καθώς την ηγεσία είχαν αναλάβει ξανά τα παλιότερα κόμματα. Τα γεγονότα αυτά λειτούργησαν ως αφύπνιση των συνειδήσεων και συνειδητοποίηση των ευθυνών απέναντι στα προβλήματα της χώρας. Εμφανίζεται επίσης και ένα ακμαίο εθνικό φρόνημα που εκδηλώνεται στη διεκδίκηση της Κρήτης και της Μακεδονίας. Αυτοί οι αγώνες είναι που θα φέρουν στο προσκήνιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος θα πρωτοστατήσει στα πολιτικά πράγματα από το 1909 και για τα επόμενα εικοσιπέντε περίπου χρόνια. Οι επόμενοι σημαντικοί σταθμοί της νεοελληνικής ιστορίας είναι οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή, ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος.
Η αφύπνιση της εποχής φαίνεται και στον τομέα της παιδείας με την ίδρυση του «εκπαιδευτικού ομίλου» ( 1910 ) με βασικά στελέχη τους : Γληνό, Δελμούζο και Τριανταφυλλίδη.
Όπως είναι φυσικό στην πνευματική αναστάτωση της εποχής έχει το μερίδιό της και η λογοτεχνία, στο χώρο της οποίας προκαλούνται πολλές ανακατατάξεις. Έτσι όσο αφορά τον τομέα της ποίησης , μετά και γύρω από τον Παλαμά συναντάμε μια σειρά από λογοτέχνες που ακολουθούν τα βήματα της α΄ αθηναϊκής σχολής και κινούνται στη «βαριά σκιά του Παλαμά» [22]
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι: Κρυστάλλης, Μαβίλης, Γρυπάρης, Κ. Χατζόπουλος, Πορφύρας, Αθάνας, Πασαγιάνης. Ανάμεσα σ’ αυτούς παρουσιάζονται σιγά σιγά τάσεις απομάκρυνσης από τα μηνύματα του παρνασσισμού και συγχρόνως αναζήτησης νέων τεχνικών και εκφραστικών μέσων τα οποία βρίσκονται κάτω από την επίδραση του συμβολισμού που έρχεται από την Ευρώπη. Εκφραστές της νέας άποψης είναι ο Κ. Χατζόπουλος και ο Σ. Πασαγιάνης. Έτσι, μπορούμε να πούμε σε γενικές γραμμές, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας η ποιητική δημιουργία κινούνταν ανάμεσα στον παρνασσισμό και τον συμβολισμό.
Δύο εντελώς ιδιότυπες περιπτώσεις της εποχής που αναφερόμαστε , είναι ο Σικελιανός και ο Καβάφης. Και ο μεν Σικελιανός ξεκίνησε από τα δεδομένα της εποχής του (παρνασσισμό και συμβολισμό, με ιδιαίτερη κλίση στο συμβολισμό) για να φτάσει σε μια εντελώς προσωπική ποίηση με έντονα ορφικά, λυρικά, ερωτικά στοιχεία και με πίστη στην ενότητα, στη σφαιρικότητα του σύμπαντος.
Ο Καβάφης, όμως, αν και δημιουργεί την εποχή που επικράτησε ο παρνασσισμός, δεν επηρεάζεται καθόλου από τις τεχνικές αλλά λειτουργεί με προσωπικό ύφος, διαμορφώνοντας μια ξεχωριστή ποιητική μορφή. Σ΄ αυτή την ιδιοτυπία του συντέλεσε, φυσικά, και ο χώρος που έζησε, η Αλεξάνδρεια, η οποία διέθετε ένα πολιτιστικό επίπεδο πολύ διαφορετικό και σαφώς ανώτερο απ’ αυτό της Αθήνας. Η ποίηση του Καβάφη διαρθρωμένη σε σφιχτές ενότητες, με λιτά και συγχρόνως δυναμικά εκφραστικά μέσα, με γλωσσικό όργανο την καθαρεύουσα, με διάχυτη ρομαντική μελαγχολία, φέρνει στην επιφάνεια όλη την τραγικότητα του αισθήματος της μοναξιάς.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και πριν την εμφάνιση της γενιάς του ’30, συναντάμε την ποιητική μορφή του Κ. Βάρναλη ( 1884 - 1974 ). Το ξεκίνημά του στις αρχές του 1900 με κύρια χαρακτηριστικά το συμβολισμό, τη μουσικότητα και αργότερα το διονυσιασμό. Στη συνέχεια η δημιουργία θα σφραγιστεί από τη μαρξιστική ιδεολογία και το διαλεκτικό υλισμό, ενώ στις περισσότερες συνθέσεις του είναι φανερή η καταλυτική διάθεση για τις καθιερωμένες αξίες και τα ιδανικά.
H επόμενη ομάδα ποιητών που παρουσιάζει κάποια ομοιομορφία στα χαρακτηριστικά της είναι οι νεορομαντικοί ή νεοσυμβολιστές ή η λεγόμενη γενιά του ’20. Κύριες προσωπικότητες οι : Α. Μελαχρινός, Ρ. Φιλύρας, Κ. Ουράνης, Ν. Λαπαθιώτης, Κ. Καρυωτάκης, Μ. Πολυδούρη, Τ. Άγρας, Τ. Παπατσώνης.
Έχει υποστηριχτεί [23] ότι αυτή η γενιά έφερε μια ανανέωση στην ποιητική μας παράδοση, καθώς ενστερνίστηκε μορφολογικές καινοτομίες, στιχουργικές ελευθερίες και διαφορετική στάση απέναντι στα πράγματα. Όμως, αποτελεί βεβαιότητα το γεγονός ότι αυτή η γενιά ακόμα και με κάποια στοιχεία υποτονικά και παρακμιακά που παρουσίασε αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παλιά και τη νέα ποίηση: το συμβολισμό με τ’ απομεινάρια του παρνασσισμού από τη μια και της νεωτερικής ποίησης από την άλλη. Έτσι με τις στιχουργικές της ελευθερίες και το αργό σπάσιμο της φόρμας προετοίμασε την αυτόματη γραφή και την έκφραση του υποσυνείδητου.
Προκειμένου να δημιουργηθεί μια σφαιρική εντύπωση για την κατάσταση της λογοτεχνίας μας στο διάστημα 1900 -1920, πρέπει ν’ αναφερθούμε και στην πεζογραφική παραγωγή της εποχής. Αυτή, όπως και η ποίηση, εντάσσεται στα πλαίσια της συνειδητοποίησης και του ελληνοκεντρισμού που αναφέρθηκε πιο πάνω, ενώ έναν ακόμα παράγοντα επιρροής αποτελούν τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα που επέδρασαν και στην ποίηση, δηλαδή ο συμβολισμός και ο μετασυμβολισμός. Εκπρόσωποι αυτών των τάσεων είναι : Π. Γιαννόπουλος, Ίων Δραγούμης, Π. Δέλτα, Κ. Χριστομάνος και Π. Πικρός. Στην πεζογραφική δημιουργία δεσπόζουν οι προσωπικότητες του Κ. Χατζόπουλου και Κ. Θεοτόκη, δύο πεζογράφων με αισθητική και κοινωνική καλλιέργεια. Η πεζογραφία του Θεοτόκη είναι, κατά κύριο λόγο, επηρεασμένη από τον σοσιαλισμό και το ρεαλισμό, ενώ του Χατζόπουλου από το συμβολισμό. Ιδιόρρυθμη λογοτεχνική παρουσία αυτής της εποχής είναι ο Ν. Καζατζάκης με μεγάλη ευρύτητα και όγκο στο συγγραφικό του έργο. Ασχολήθηκε με την ποίηση ( « Ο Πρωτομάστορας», «Τερτσίνες», «Οδύσσεια» ) και με το μυθιστόρημα ( « Ο καπετάν Μιχάλης », « Ο τελευταίος πειρασμός », « Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ). Με το μυθιστόρημα ασχολήθηκε τα τελευταία χρόνια της δημιουργίας του ( μετά τον πόλεμο )[24]. Τόσο η δραματική του ποίηση όσο και το μυθιστόρημά του εμποτίστηκαν από την έντονη υπαρξιακή του ανησυχία και τη στιβαρότητα του λόγου του. Επηρεάστηκε από τη μαρξιστική ιδεολογία, αλλά έφυγε απ’ αυτήν, μέχρι να καταλήξει σ’ έναν ολοκληρωτικό μηδενισμό.
Μέσα στην πρώτη εικοσιπενταετία του 20ου αιώνα ολοκληρώθηκαν όλες εκείνες οι διαδικασίες που θα μπορούσαν να δώσουν μια διαφορετική και δημιουργική πνοή στη λογοτεχνία μας. Την πείρα αυτών των δεκαετιών παρέλαβε και μετουσίωσε σε έργο η γενιά του ’30. Η χρονολογία 1930 χρησιμοποιείται συμβατικά μια και το «μανιφέστο» της γενιάς, το «Ελεύθερο πνεύμα» του Γ. Θεοτοκά, εκδόθηκε το 1929, ενώ η «Στροφή » του Σεφέρη που αποτελεί το πρώτο έργο ενταγμένο στη μορφολογία της γενιάς, όπως διαμορφώθηκε αργότερα, κυκλοφόρησε το 1931. Ακολουθούν και άλλα έργα του Σεφέρη ( «Στέρνα», «Μυθιστόρημα» ) και στα 1935 κυκλοφόρησε η συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου «Υψικάμινος», το πρώτο δείγμα της γνήσιας υπερρεαλιστικής γραφής. Την ίδια ακριβώς χρονολογία κυκλοφόρησε και το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, στο οποίο διαφορφώθηκε τελικά το προσωπικό του ύφος.
H καινούργια αίσθηση που δόθηκε με την «Υψικάμινο» καλλιεργήθηκε στη δεκαετία του ’30 από το Σεφέρη, τον Ελύτη και ακόμα πιο πιστά από τον Ν. Εγγονόπουλο ο οποίος συνέχισε την υπερρεαλιστική του γραμμή και μετά τον πόλεμο.
Η κίνηση αυτή επηρέασε και ποιητές που, ενώ είχαν αρχίσει μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια της παράδοσης, από ένα σημείο και μετά ανανεώθηκαν και ακολούθησαν άλλη εκφραστική πορεία, όπως ο Γ. Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Άλλοι καλλιεργητές της υπερρεαλιστικής γραφής - με διάφορες, βέβαια, υποκλίσεις - είναι ο Γ. Σαράντης, ο Γ.Θ. Βαφόπουλος και ο Ν. Γκάτσος.
Η γενιά του ’30 έβαλε τη σφραγίδα της ανανέωσης και στην πεζογραφία, καλλιεργώντας το μυθιστόρημα μέσα από παραμέτρους διαφορετικές, όπως των λεπτών ψυχολογικών παρατηρήσεων και του ενδιαφέροντος για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Για τα τελευταία, προσφέρουν άφθονο υλικό ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική καταστροφή. Τη γενιά εκπροσωπούν στον τομέα της πεζογραφίας οι: Σ. Μυριβήλης , Ηλίας Βενέζης, Κ. Πολίτης, Γ. Θεοτοκάς, Μ. Καραγάτσης Α. Γιαννόπουλος , Α. Πετσάλης , Α. Τερζάκης, Γ. Μπεράτης, Μ. Αξιώτη, Γ. Σκαρίμπας (και άλλοι προερχόμενοι από κύκλους Αθηναϊκούς είτε της Θεσσαλονίκης. Η λογοτεχνική παραγωγή της γενιάς του ’30 συνεχίστηκε δημιουργικά και στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, ενώ τα πιο μαχητικά στοιχεία προσχώρησαν στην αντίσταση. Μ’ αυτό τον τρόπο γεφυρώθηκε η γενιά του ’30 με τη μεταπολεμική λογοτεχνία.
Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, η πολιτική ζωή της Ελλάδας πέρασε πολύ έντονες στιγμές οι οποίες επηρέασαν περισσότερο από κάθε άλλη χρονική περίοδο τη φύση της λογοτεχνίας. Έτσι η λογοτεχνική δημιουργία στις μεταπολεμικές γενιές (πρώτη και δεύτερη) εμφανίζεται έντονα πολιτικοποιημένη. Συγκεκριμένα, όσο αφορά τον τομέα της ποίησης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε να μιλήσουμε για «ποίηση ουσίας» [25] εκφρασμένη με σταθερή ποιητική γλώσσα που επιδιώκει την κυριολεξία, Επίσης υπάρχει διάχυτη μια τραγική σοβαρότητα, ενώ αποφεύγονται οι ψευδαισθήσεις και οι οραματισμοί. Σε γενικές γραμμές ξεχωρίζουμε τρεις τάσεις στην ποίηση:
1) αυτή που εκφράζει υπαρξιακές ανησυχίες,
2) αυτή με έντονους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους και
3) αυτή που αναζητά την εφαρμογή των τρόπων του υπερρεαλισμού και άλλων ανανεωτικών κινημάτων και εκφράζεται από ομάδα «νεοϋπερρεαλιστών».
Την πρώτη τάση εκπροσωπούν οι: Μ. Αναγνωστάκης, Α. Αλεξάνδρου, Τ. Πατρίκιος, Ρ. Μπούμη - Παππά, Γ. Σαραντή, Τ. Λειβαδίτης.
Τη δεύτερη εκφράζουν οι : Μ. Δημάκης, Α. Δικταίος, Μ. Σαχτούρης, Γ. Θύμελης, Μ. Χριστιανόπουλος.
Τέλος την τρίτη τάση εκπροσωπούν οι: Ν. Βαλαωρίτης, Δ. Παπαδίτσα, Τ. Βαρβιτσιώτης, Θ. Φραγκόπουλος.
Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά ( μετά το 1960 ) σε γενικές γραμμές ακολουθεί την παράδοση των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών, ενώ συγχρόνως υψώνεται σε ποίηση διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης, γεγονός που προέρχεται από τα συνταρακτικά γεγονότα ( δολοφονία Λαμπράκη, αποστασία 1965, δικτατορία 1967, Κυπριακό )
Η πεζογραφία στα χρόνια μετά τον πόλεμο εμφανίζεται, όπως και η ποίηση, έντονα πολιτικοποιημένη. Έχει καλλιεργηθεί, όμως, σε ευρύτερη κλίμακα και με περισσότερες αναζητήσεις που καλύπτουν ένα φάσμα από τη λυρική πεζογραφία, το ρεαλισμό, τα θέματα της κατοχής και του εμφυλίου ως τη νεωτερική γραφή και τη κριτική διαμαρτυρία. Όλες αυτές τις τάσεις καλλιεργούν μέχρι τις μέρες μας οι : Δ. Χατζής, Στρ. Τσίρκας, Α. Κοτζιάς , Ν. Κάσδαγλης, Ρ. Ρούφος, Σ. Πλασκοβίτης, Α. Σαμαράκης, Μ. Λυμπεράκη, Ε. Βλάμη, Γ. Σαράντη, Β. Βασιλικός, Μ. Κουμανταρέας, Κ. Ταχτσής, Γ. Ιωάννου, Γ. Χειμωνάς κ.ά.


[1] Λ.Πολίτης, Κ. Θ. Δημαράς, M. Vitti, A.Mirambel, Br. Lavaguini
[2] εκδόσεις Κ. Ν. Σάθα ( 1875 ) E. Legrand ( 1875 ).
[3] Ε. Κριαράς, Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία ( τα όρια, μερικά χαρακτηριστικά ), Αθήνα 1950 ( ανάτυπο από τη αγγλοελληνική επιθεώρηση 5 {1950 - 52} σ.σ. 926....)
[4] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος 1968, σ. 10
[5] βλέπε : έκδοση Hesseling - Pernot
[6] βλέπε : Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 85
[7] βλέπε : Keats, Shelley
[8] Neugriedusdne Volkslieder Udext und Ubersetruhg, Muuster, W. 1935
[9] Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, 1914
[10] «Θούριος», «Χάρτα της Ελλάδος»
[11] «τα πολιτικά παράλληλα», « ελληνικά αρχαιολογήματα».
[12] «Η ρομέικη γλόσσα», 1814
[13] « Σχολείον των ντελικάτων εραστών»,Ρήγας 1790, «Λυρικά», Χριστόπουλος
[14] « Μήγαρις έχω τίποτ’ άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»
[15] Α. Λασκαράτος, Ι. Πολυλάς, Γ. Τερτσέτης, Α. Μάτεσης, Ι. Τυπάλδος, Α. Βαλαωρίτης, Γ. Μαρκοράς
[16] Βλέπε: αυτοκτονία Καρασούτσα , 1873
[17] Εκδίδουν το 1878 το σατυρικό και πολιτικό περιοδικό « Ραμπαγάς». Η προσφορά του Ροίδη εκδηλώθηκε στο επίπεδο της κριτικής, από τη θέση του ως κριτή στο δραματικό διαγωνισμό που διοργάνωσε ο φιλολογικός σύλλογος « Παρνασσός »
[18] Η χρονολογία 1880 θεωρείται σημαντική γιατί εκδόθηκαν δύο ποιητικές συλλογές με νέες κατευθύνσεις : «στίχοι» του Ν. Καμπά και «ιστοί αράχνης» του Γ. Δροσίνη.
[19] Βρίσκονται στο μεταίχμιο της παλιάς με τη νέα σχολή.
[20] δημοσιεύεται το «ταξίδι» του Ψυχάρη.
[21] «Ευαγγελικά» (1901) και «Ορεστειακά» (1903) είναι οι πιο έντονες ταραχές που διαδραματίστηκαν σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα.
[22] Κ. Θ. Δημαράς, ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σ.σ. 413- 467
[23] βλέπε: Κ. Στεργιόπουλου, «η ανανεωμένη παράδοση», σειρά: Η ελληνική ποίηση, εκδόσεις Σοκόλη, σ. 15
[24] Πρώτο μυθιστόρημα : «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», 1946
[25] Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 335
Οι σημειώσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως εκπαιδευτικό υλικό για τους σπουδαστές του ΤΕΙ Μεσολογγίου, τμήμα Νηπιοβρεφονηπιοκόμων, 4ο Εξάμηνο του διδακτικού έτους 1984-85 και γράφτηκαν από τους: Πέττα Μαρία και Τζίμα Πέτρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου